- εξαρτίζω
- (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω]μσν.- νεοελλ.εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζωαρχ.1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος», ΚΔ)3. εφοδιάζω μηχανικό σύνολο με όλα τα απαραίτητα («μηχανή ἐξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ καταρτείᾳ», πάπ.)4. στολίζω, διακοσμώ («πέμψον ἡμῑν περὶ τῶν βιβλίων ᾖ ἐξήρτισας», πάπ.)5. φρ. «ἐξαρτίζω ἡμέρας» — συμπληρώνω κάποιο χρονικό διάστημα, φθάνω στο τέλος του.
Dictionary of Greek. 2013.